αναπασχόλητος
Greek
Adjective
αναπασχόλητος • (anapaschólitos) m (feminine αναπασχόλητη, neuter αναπασχόλητο)
Declension
Declension of αναπασχόλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπασχόλητος • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητοι • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
genitive | αναπασχόλητου • | αναπασχόλητης • | αναπασχόλητου • | αναπασχόλητων • | αναπασχόλητων • | αναπασχόλητων • |
accusative | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητους • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
vocative | αναπασχόλητε • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητοι • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
Synonyms
- άνεργος (ánergos, “unemployed, without work”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.