αντιγραμματικός
Greek
Adjective
αντιγραμματικός • (antigrammatikós) m (feminine αντιγραμματική, neuter αντιγραμματικό)
Declension
Declension of αντιγραμματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιγραμματικός • | αντιγραμματική • | αντιγραμματικό • | αντιγραμματικοί • | αντιγραμματικές • | αντιγραμματικά • |
genitive | αντιγραμματικού • | αντιγραμματικής • | αντιγραμματικού • | αντιγραμματικών • | αντιγραμματικών • | αντιγραμματικών • |
accusative | αντιγραμματικό • | αντιγραμματική • | αντιγραμματικό • | αντιγραμματικούς • | αντιγραμματικές • | αντιγραμματικά • |
vocative | αντιγραμματικέ • | αντιγραμματική • | αντιγραμματικό • | αντιγραμματικοί • | αντιγραμματικές • | αντιγραμματικά • |
Antonyms
- γραμματικός (grammatikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.