απαρακολούθητος
Greek
Adjective
απαρακολούθητος • (aparakoloúthitos) m (feminine απαρακολούθητη, neuter απαρακολούθητο) (Rare)
- incomprehensible, not followed
- Synonym: (common) ακατανόητος (akatanóitos)
Declension
Declension of απαρακολούθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρακολούθητος • | απαρακολούθητη • | απαρακολούθητο • | απαρακολούθητοι • | απαρακολούθητες • | απαρακολούθητα • |
genitive | απαρακολούθητου • | απαρακολούθητης • | απαρακολούθητου • | απαρακολούθητων • | απαρακολούθητων • | απαρακολούθητων • |
accusative | απαρακολούθητο • | απαρακολούθητη • | απαρακολούθητο • | απαρακολούθητους • | απαρακολούθητες • | απαρακολούθητα • |
vocative | απαρακολούθητε • | απαρακολούθητη • | απαρακολούθητο • | απαρακολούθητοι • | απαρακολούθητες • | απαρακολούθητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.