απογραφικός
Greek
Adjective
απογραφικός • (apografikós) m (feminine απογραφική, neuter απογραφικό)
Declension
Declension of απογραφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απογραφικός • | απογραφική • | απογραφικό • | απογραφικοί • | απογραφικές • | απογραφικά • |
genitive | απογραφικού • | απογραφικής • | απογραφικού • | απογραφικών • | απογραφικών • | απογραφικών • |
accusative | απογραφικό • | απογραφική • | απογραφικό • | απογραφικούς • | απογραφικές • | απογραφικά • |
vocative | απογραφικέ • | απογραφική • | απογραφικό • | απογραφικοί • | απογραφικές • | απογραφικά • |
Related terms
- see: απογραφή f (apografí, “census, inventory”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.