αποχαιρετημένος
Greek
Alternative forms
- αποχαιρετισμένος (apochairetisménos) of verb αποχαιρετίζω (apochairetízo)
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.çe.ɾe.tiˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧χαι‧ρε‧τη‧μέ‧νος
Participle
αποχαιρετημένος • (apochairetiménos) m (feminine αποχαιρετημένη, neuter αποχαιρετημένο)
- Perfect participle of αποχαιρετιέμαι (apochairetiémai), passive voice of αποχαιρετώ (apochairetó). [1]
Declension
Declension of αποχαιρετημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποχαιρετημένος • | αποχαιρετημένη • | αποχαιρετημένο • | αποχαιρετημένοι • | αποχαιρετημένες • | αποχαιρετημένα • |
genitive | αποχαιρετημένου • | αποχαιρετημένης • | αποχαιρετημένου • | αποχαιρετημένων • | αποχαιρετημένων • | αποχαιρετημένων • |
accusative | αποχαιρετημένο • | αποχαιρετημένη • | αποχαιρετημένο • | αποχαιρετημένους • | αποχαιρετημένες • | αποχαιρετημένα • |
vocative | αποχαιρετημένε • | αποχαιρετημένη • | αποχαιρετημένο • | αποχαιρετημένοι • | αποχαιρετημένες • | αποχαιρετημένα • |
References
- «αποχαιρετώ (& αποχαιρετημένος)» - αποχαιρετημένος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.