εριστικός
Greek
Declension
Declension of εριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εριστικός • | εριστική • | εριστικό • | εριστικοί • | εριστικές • | εριστικά • |
genitive | εριστικού • | εριστικής • | εριστικού • | εριστικών • | εριστικών • | εριστικών • |
accusative | εριστικό • | εριστική • | εριστικό • | εριστικούς • | εριστικές • | εριστικά • |
vocative | εριστικέ • | εριστική • | εριστικό • | εριστικοί • | εριστικές • | εριστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εριστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εριστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εριστικότερος • | εριστικότερη • | εριστικότερο • | εριστικότεροι • | εριστικότερες • | εριστικότερα • |
genitive | εριστικότερου • | εριστικότερης • | εριστικότερου • | εριστικότερων • | εριστικότερων • | εριστικότερων • |
accusative | εριστικότερο • | εριστικότερη • | εριστικότερο • | εριστικότερους • | εριστικότερες • | εριστικότερα • |
vocative | εριστικότερε • | εριστικότερη • | εριστικότερο • | εριστικότεροι • | εριστικότερες • | εριστικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εριστικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εριστικότατος • | εριστικότατη • | εριστικότατο • | εριστικότατοι • | εριστικότατες • | εριστικότατα • |
genitive | εριστικότατου • | εριστικότατης • | εριστικότατου • | εριστικότατων • | εριστικότατων • | εριστικότατων • |
accusative | εριστικότατο • | εριστικότατη • | εριστικότατο • | εριστικότατους • | εριστικότατες • | εριστικότατα • |
vocative | εριστικότατε • | εριστικότατη • | εριστικότατο • | εριστικότατοι • | εριστικότατες • | εριστικότατα • |
See also
- τζαναμπέτης m (tzanampétis, “curmudgeon, bad tempered person”)
- δύστροπος (dýstropos, “bad tempered”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.