ποιοτικός
Greek
Etymology
From ποιότης (poiótis) + -ικός (-ikós). Calque of French qualitatif.
Adjective
ποιοτικός • (poiotikós) m (feminine ποιοτική, neuter ποιοτικό)
- qualitative
- ποιοτικός έλεγχος (quality control)
- Antonym: ποσοτικός (posotikós)
Declension
Declension of ποιοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιοτικός • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικοί • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
genitive | ποιοτικού • | ποιοτικής • | ποιοτικού • | ποιοτικών • | ποιοτικών • | ποιοτικών • |
accusative | ποιοτικό • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικούς • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
vocative | ποιοτικέ • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικοί • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποιοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποιοτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιοτικότερος • | ποιοτικότερη • | ποιοτικότερο • | ποιοτικότεροι • | ποιοτικότερες • | ποιοτικότερα • |
genitive | ποιοτικότερου • | ποιοτικότερης • | ποιοτικότερου • | ποιοτικότερων • | ποιοτικότερων • | ποιοτικότερων • |
accusative | ποιοτικότερο • | ποιοτικότερη • | ποιοτικότερο • | ποιοτικότερους • | ποιοτικότερες • | ποιοτικότερα • |
vocative | ποιοτικότερε • | ποιοτικότερη • | ποιοτικότερο • | ποιοτικότεροι • | ποιοτικότερες • | ποιοτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποιοτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιοτικότατος • | ποιοτικότατη • | ποιοτικότατο • | ποιοτικότατοι • | ποιοτικότατες • | ποιοτικότατα • |
genitive | ποιοτικότατου • | ποιοτικότατης • | ποιοτικότατου • | ποιοτικότατων • | ποιοτικότατων • | ποιοτικότατων • |
accusative | ποιοτικότατο • | ποιοτικότατη • | ποιοτικότατο • | ποιοτικότατους • | ποιοτικότατες • | ποιοτικότατα • |
vocative | ποιοτικότατε • | ποιοτικότατη • | ποιοτικότατο • | ποιοτικότατοι • | ποιοτικότατες • | ποιοτικότατα • |
Related terms
- ποιότητα (poiótita)
Further reading
- ποιοτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.