τακτοποιημένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ta.kto.pi.iˈme.nos/
- Hyphenation: τα‧κτο‧ποι‧η‧μέ‧νος
Participle
τακτοποιημένος • (taktopoiiménos) m (feminine τακτοποιημένη, neuter τακτοποιημένο)
Declension
Declension of τακτοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτοποιημένος • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένοι • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
genitive | τακτοποιημένου • | τακτοποιημένης • | τακτοποιημένου • | τακτοποιημένων • | τακτοποιημένων • | τακτοποιημένων • |
accusative | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένους • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
vocative | τακτοποιημένε • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένοι • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τακτοποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τακτοποιημένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.