ακοντίζω
See also: ακονίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.konˈdi.zo/
- Hyphenation: α‧κο‧ντί‧ζω
Conjugation
ακοντίζω ακοντίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ακοντίζω | ακοντίσω | ακοντίζομαι | ακοντιστώ, ακοντισθώ |
2 sg | ακοντίζεις | ακοντίσεις | ακοντίζεσαι | ακοντιστείς, ακοντισθείς |
3 sg | ακοντίζει | ακοντίσει | ακοντίζεται | ακοντιστεί, ακοντισθεί |
1 pl | ακοντίζουμε, [‑ομε] | ακοντίσουμε, [‑ομε] | ακοντιζόμαστε | ακοντιστούμε, ακοντισθούμε |
2 pl | ακοντίζετε | ακοντίσετε | ακοντίζεστε, ακοντιζόσαστε | ακοντιστείτε, ακοντισθείτε |
3 pl | ακοντίζουν(ε) | ακοντίσουν(ε) | ακοντίζονται | ακοντιστούν(ε), ακοντισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ακόντιζα | ακόντισα | ακοντιζόμουν(α) | ακοντίστηκα, ακοντίσθηκα |
2 sg | ακόντιζες | ακόντισες | ακοντιζόσουν(α) | ακοντίστηκες, ακοντίσθηκες |
3 sg | ακόντιζε | ακόντισε | ακοντιζόταν(ε) | ακοντίστηκε, ακοντίσθηκε |
1 pl | ακοντίζαμε | ακοντίσαμε | ακοντιζόμασταν, (‑όμαστε) | ακοντιστήκαμε, ακοντισθήκαμε |
2 pl | ακοντίζατε | ακοντίσατε | ακοντιζόσασταν, (‑όσαστε) | ακοντιστήκατε, ακοντισθήκατε |
3 pl | ακόντιζαν, ακοντίζαν(ε) | ακόντισαν, ακοντίσαν(ε) | ακοντίζονταν, (ακοντιζόντουσαν) | ακοντίστηκαν, ακοντιστήκαν(ε), ακοντίσθηκαν, ακοντισθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ακοντίζω ➤ | θα ακοντίσω ➤ | θα ακοντίζομαι ➤ | θα ακοντιστώ / ακοντισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ακοντίζεις, … | θα ακοντίσεις, … | θα ακοντίζεσαι, … | θα ακοντιστείς / ακοντισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ακοντίσει έχω, έχεις, … ακοντισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ακοντιστεί / ακοντισθεί είμαι, είσαι, … ακοντισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ακοντίσει είχα, είχες, … ακοντισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ακοντιστεί / ακοντισθεί ήμουν, ήσουν, … ακοντισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ακοντίσει θα έχω, θα έχεις, … ακοντισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ακοντιστεί / ακοντισθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακοντισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ακόντιζε | ακόντισε | — | ακοντίσου |
2 pl | ακοντίζετε | ακοντίστε | ακοντίζεστε | ακοντιστείτε, ακοντισθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ακοντίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ακοντίσει ➤ | ακοντισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ακοντίσει | ακοντιστεί, ακοντισθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: ακόντιο n (akóntio, “javelin, spear”)
References
- ακοντίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ακοντίζω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.