ανορθογραφώ
Greek
Verb
ανορθογραφώ • (anorthografó) (past ανορθογράφησα, passive ανορθογραφούμαι, p‑past ανορθογραφήθηκα, ppp ανορθογραφημένος)
- Ι misspell
Conjugation
ανορθογραφώ, ανορθογραφούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανορθογραφώ | ανορθογραφήσω | ανορθογραφούμαι | ανορθογραφηθώ |
2 sg | ανορθογραφείς | ανορθογραφήσεις | ανορθογραφείσαι | ανορθογραφηθείς |
3 sg | ανορθογραφεί | ανορθογραφήσει | ανορθογραφείται | ανορθογραφηθεί |
1 pl | ανορθογραφούμε | ανορθογραφήσουμε, [-ομε] | ανορθογραφούμαστε | ανορθογραφηθούμε |
2 pl | ανορθογραφείτε | ανορθογραφήσετε | ανορθογραφείστε | ανορθογραφηθείτε |
3 pl | ανορθογραφούν(ε) | ανορθογραφήσουν(ε) | ανορθογραφούνται | ανορθογραφηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανορθογραφούσα | ανορθογράφησα | [ανορθογραφούμουν(α)] | ανορθογραφήθηκα |
2 sg | ανορθογραφούσες | ανορθογράφησες | [ανορθογραφούσουν(α)] | ανορθογραφήθηκες |
3 sg | ανορθογραφούσε | ανορθογράφησε | ανορθογραφούνταν, {ανορθογραφείτο} | ανορθογραφήθηκε |
1 pl | ανορθογραφούσαμε | ανορθογραφήσαμε | ανορθογραφούμασταν, (‑ούμαστε) | ανορθογραφηθήκαμε |
2 pl | ανορθογραφούσατε | ανορθογραφήσατε | [ανορθογραφούσασταν, (‑ούσαστε)] | ανορθογραφηθήκατε |
3 pl | ανορθογραφούσαν(ε) | ανορθογράφησαν, ανορθογραφήσαν(ε) | ανορθογραφούνταν, {ανορθογραφούντο} | ανορθογραφήθηκαν, ανορθογραφηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανορθογραφώ ➤ | θα ανορθογραφήσω ➤ | θα ανορθογραφούμαι ➤ | θα ανορθογραφηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανορθογραφείς, … | θα ανορθογραφήσεις, … | θα ανορθογραφείσαι, … | θα ανορθογραφηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανορθογραφήσει έχω, έχεις, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανορθογραφηθεί είμαι, είσαι, … ανορθογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανορθογραφήσει είχα, είχες, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανορθογραφηθεί ήμουν, ήσουν, … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανορθογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανορθογραφημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ανορθογράφησε | — | ανορθογραφήσου |
2 pl | ανορθογραφείτε | ανορθογραφήστε | ανορθογραφείστε | ανορθογραφηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανορθογραφώντας ➤ | ανορθογραφούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανορθογραφήσει ➤ | ανορθογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανορθογραφήσει | ανορθογραφηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: ορθογραφία f (orthografía, “spelling”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.