παρεξηγώ
Greek
Conjugation
παρεξηγώ, παρεξηγούμαι / παρεξηγιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παρεξηγώ | παρεξηγήσω | παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι1 | παρεξηγηθώ |
2 sg | παρεξηγείς | παρεξηγήσεις | παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι | παρεξηγηθείς |
3 sg | παρεξηγεί | παρεξηγήσει | παρεξηγείται - παρεξηγιέται | παρεξηγηθεί |
1 pl | παρεξηγούμε | παρεξηγήσουμε, [-ομε] | παρεξηγούμαστε - παρεξηγιόμαστε | παρεξηγηθούμε |
2 pl | παρεξηγείτε | παρεξηγήσετε | παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε, παρεξηγιόσαστε | παρεξηγηθείτε |
3 pl | παρεξηγούν(ε) | παρεξηγήσουν(ε) | παρεξηγούνται - παρεξηγιούνται, παρεξηγιόνται | παρεξηγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παρεξηγούσα | παρεξήγησα | [παρεξηγούμουν(α)] - παρεξηγιόμουν(α)1 | παρεξηγήθηκα |
2 sg | παρεξηγούσες | παρεξήγησες | [παρεξηγούσουν(α)] - παρεξηγιόσουν(α) | παρεξηγήθηκες |
3 sg | παρεξηγούσε | παρεξήγησε | παρεξηγούνταν, {παρεξηγείτο} - παρεξηγιόταν(ε) | παρεξηγήθηκε |
1 pl | παρεξηγούσαμε | παρεξηγήσαμε | παρεξηγούμασταν, (‑ούμαστε) - παρεξηγιόμασταν, (‑ιόμαστε) | παρεξηγηθήκαμε |
2 pl | παρεξηγούσατε | παρεξηγήσατε | [παρεξηγούσασταν, (‑ούσαστε)] - παρεξηγιόσασταν, (‑ιόσαστε) | παρεξηγηθήκατε |
3 pl | παρεξηγούσαν(ε) | παρεξήγησαν, παρεξηγήσαν(ε) | παρεξηγούνταν, {παρεξηγούντο} - παρεξηγιούνταν, (παρεξηγιόντουσαν) | παρεξηγήθηκαν, παρεξηγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παρεξηγώ ➤ | θα παρεξηγήσω ➤ | θα παρεξηγούμαι - παρεξηγιέμαι ➤ | θα παρεξηγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παρεξηγείς, … | θα παρεξηγήσεις, … | θα παρεξηγείσαι - παρεξηγιέσαι, … | θα παρεξηγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παρεξηγήσει έχω, έχεις, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παρεξηγηθεί είμαι, είσαι, … παρεξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παρεξηγήσει είχα, είχες, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παρεξηγηθεί ήμουν, ήσουν, … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγήσει θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παρεξηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρεξηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | παρεξήγησε | — | παρεξηγήσου |
2 pl | παρεξηγείτε | παρεξηγήστε | παρεξηγείστε - παρεξηγιέστε | παρεξηγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παρεξηγώντας ➤ | παρεξηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παρεξηγήσει ➤ | παρεξηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παρεξηγήσει | παρεξηγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- εξηγώ (exigó, “to explain, clarify”, verb)
Further reading
- παρεξηγώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.