συγχωράω
Greek
Verb
συγχωράω • (synchoráo) (past συγχώρησα/συγχώρεσα, passive συγχωριέμαι, p‑past συγχωρήθηκα/συγχωρέθηκα)
- (formal) Alternative form of συγχωρώ (synchoró)
Usage notes
- Conjugation with characteristic -α- endings, like αγαπάω/αγαπώ (agapáo/agapó, “I love”). Its variant συγχωρώ with characteristic -ει- endings and passive συγχωρούμαι (synchoroúmai) conjugates like θεωρώ (theoró). Both conjugations share most of the forms, with double infix -ησ- and -εσ-.
Conjugation
συγχωράω / συγχωρώ, συγχωριέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγχωράω, συγχωρώ (συγχωρώ →) | συγχωρήσω, συγχωρέσω | συγχωριέμαι | συγχωρηθώ, συγχωρεθώ |
2 sg | συγχωράς | συγχωρήσεις, συγχωρέσεις | συγχωριέσαι | συγχωρηθείς, συγχωρεθείς |
3 sg | συγχωράει, συγχωρά | συγχωρήσει, συγχωρέσει | συγχωριέται | συγχωρηθεί, συγχωρεθεί |
1 pl | συγχωράμε, συγχωρούμε | συγχωρήσουμε, [‑ομε] , συγχωρέσουμε, [‑ομε] | συγχωριόμαστε | συγχωρηθούμε, συγχωρεθούμε |
2 pl | συγχωράτε | συγχωρήσετε, συγχωρέσετε | συγχωριέστε, (‑ιόσαστε) | συγχωρηθείτε, συγχωρεθείτε |
3 pl | συγχωράνε, συγχωράν, συγχωρούν(ε) | συγχωρήσουν(ε), συγχωρέσουν(ε) | συγχωριούνται, (‑ιόνται) | συγχωρηθούν(ε), συγχωρεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συγχωρούσα, συγχώραγα | συγχώρησα, συγχώρεσα | συγχωριόμουν(α) | συγχωρήθηκα, συγχωρέθηκα |
2 sg | συγχωρούσες, συγχώραγες | συγχώρησες, συγχώρεσες | συγχωριόσουν(α) | συγχωρήθηκες, συγχωρέθηκες |
3 sg | συγχωρούσε, συγχώραγε | συγχώρησε, συγχώρεσε | συγχωριόταν(ε) | συγχωρήθηκε, συγχωρέθηκε |
1 pl | συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε | συγχωρήσαμε, συγχωρέσαμε | συγχωριόμασταν, (‑ιόμαστε) | συγχωρηθήκαμε, συγχωρεθήκαμε |
2 pl | συγχωρούσατε, συγχωράγατε | συγχωρήσατε, συγχωρέσατε | συγχωριόσασταν, (‑ιόσαστε) | συγχωρηθήκατε, συγχωρεθήκατε |
3 pl | συγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, (συγχωράγανε) | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε), συγχώρεσαν, συγχωρέσαν(ε) | συγχωριόνταν(ε), συγχωριόντουσαν, συγχωριούνταν | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε), συγχωρέθηκαν, συγχωρεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγχωράω, θα συγχωρώ ➤ | θα συγχωρήσω/συγχωρέσω ➤ | θα συγχωριέμαι ➤ | θα συγχωρηθώ/συγχωρεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγχωράς, … | θα συγχωρήσεις/συγχωρέσεις, … | θα συγχωριέσαι, … | θα συγχωρηθείς/συγχωρεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγχωρήσει/συγχωρέσει έχω, έχεις, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί είμαι, είσαι, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγχωρήσει/συγχωρέσει είχα, είχες, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο |
είχα, είχες, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί ήμουν, ήσουν, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγχωρήσει/συγχωρέσει θα έχω, θα έχεις, … συγχωρημένο/συγχωρεμένο, -η, -ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγχωρηθεί/συγχωρεθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συγχώρα, συγχώραγε | συγχώρησε, συγχώρεσε, συγχώρα | — | συγχωρήσου, συγχωρέσου |
2 pl | συγχωράτε | συγχωρήστε, συγχωρέστε | συγχωριέστε | συγχωρηθείτε, συγχωρεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγχωρώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγχωρήσει ➤ | συγχωρημένος/συγχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγχωρήσει, συγχωρέσει | συγχωρηθεί, συγχωρεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Many forms shared with the 2nd Conjugation, Class B verb συγχωρώ. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.