συντομεύω
Greek
Verb
συντομεύω • (syntomévo) (past συντόμευσα/συντόμεψα, passive συντομεύομαι)
- to shorten, abbreviate, abridge, cut short, reduce (in extent or duration)
Conjugation
συντομεύω συντομεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συντομεύω | συντομέψω, συντομεύσω | συντομεύομαι | συντομευτώ, συντομευθώ |
2 sg | συντομεύεις | συντομέψεις, συντομεύσεις | συντομεύεσαι | συντομευτείς, συντομευθείς |
3 sg | συντομεύει | συντομέψει, συντομεύσει | συντομεύεται | συντομευτεί, συντομευθεί |
1 pl | συντομεύουμε, [‑ομε] | συντομέψουμε, [‑ομε], συντομεύσουμε, [‑ομε] | συντομευόμαστε | συντομευτούμε, συντομευθούμε |
2 pl | συντομεύετε | συντομέψετε, συντομεύσετε | συντομεύεστε, συντομευόσαστε | συντομευτείτε, συντομευθείτε |
3 pl | συντομεύουν(ε) | συντομέψουν(ε), συντομεύσουν(ε) | συντομεύονται | συντομευτούν(ε), συντομευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συντόμευα | συντόμεψα, συντόμευσα | συντομευόμουν(α) | συντομεύτηκα, συντομεύθηκα |
2 sg | συντόμευες | συντόμεψες, συντόμευσες | συντομευόσουν(α) | συντομεύτηκες, συντομεύθηκες |
3 sg | συντόμευε | συντόμεψε, συντόμευσε | συντομευόταν(ε) | συντομεύτηκε, συντομεύθηκε |
1 pl | συντομεύαμε | συντομέψαμε, συντομεύσαμε | συντομευόμασταν, (‑όμαστε) | συντομευτήκαμε, συντομευθήκαμε |
2 pl | συντομεύατε | συντομέψατε, συντομεύσατε | συντομευόσασταν, (‑όσαστε) | συντομευτήκατε, συντομευθήκατε |
3 pl | συντόμευαν, συντομεύαν(ε) | συντόμεψαν, συντομέψαν(ε), συντόμευσαν | συντομεύονταν, (συντομευόντουσαν) | συντομεύτηκαν, συντομευτήκαν(ε), συντομεύθηκαν, συντομευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συντομεύω ➤ | θα συντομέψω / συντομεύσω ➤ | θα συντομεύομαι ➤ | θα συντομευτώ / συντομευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συντομεύεις, … | θα συντομέψεις / συντομεύσεις, … | θα συντομεύεσαι, … | θα συντομευτείς / συντομευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συντομέψει / συντομεύσει έχω, έχεις, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συντομευτεί / συντομευθεί είμαι, είσαι, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συντομέψει / συντομεύσει είχα, είχες, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συντομευτεί / συντομευθεί ήμουν, ήσουν, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συντομέψει / συντομεύσει θα έχω, θα έχεις, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συντομευτεί / συντομευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συντόμευε | συντόμεψε / συντόμευ' 1, συντόμευσε | — | συντομέψου, συντομεύσου |
2 pl | συντομεύετε | συντομέψτε / συντομεύτε2, συντομεύστε | συντομεύεστε | συντομευτείτε, συντομευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συντομεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συντομέψει / συντομεύσει ➤ | συντομευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συντομέψει, συντομεύσει | συντομευτεί, συντομευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. συντόμευ' το ("shorten it!"). 2. Colloquial. • The active -ευσ- and the passive -ευθ- types are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- σύντομος (sýntomos, “short, quick”)
- σύντμηση f (sýntmisi, “abbreviation, cutting”)
- συντόμευση f (syntómefsi, “shortening, abbreviation”)
- συντομία f (syntomía, “brevity”)
- συντομογραφία f (syntomografía, “abbreviation”)
- σύντομα (sýntoma, “soon”)
- συντόμως (syntómos, “soon”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.